μεσαμέριος

μεσαμέριος
μεσαμέριος, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μεσημέριος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεσημβρία — I Αρχαία πόλη στη θρακική παραλία του Εύξεινου Πόντου. Πρόκειται για τη βορειότερη από τις ελληνικές αποικίες, χτισμένη σε φυσικά οχυρή χερσόνησο με ασφαλισμένο λιμάνι, το οποίο της προσέφερε τη δυνατότητα να αναπτύξει αξιόλογη ναυτική και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”